επιδιορθωτικός

επιδιορθωτικός
-ή, -ό
1. που ανήκει η αναφέρεται στην επιδιόρθωση, που συντελεί σ’ αυτή.
2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επιδιορθωτικά η αμοιβή ή η δαπάνη για την επιδιόρθωση, τα μαστορικά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • επιδιορθωτικός — ή, ό (AM ἐπιδιορθωτικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή χρησιμεύει στην επιδιόρθωση νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα επιδιορθωτικά αμοιβή ή δαπάνη για επιδιόρθωση …   Dictionary of Greek

  • ἐπιδιορθωτικόν — ἐπιδιορθωτικός corrective masc acc sg ἐπιδιορθωτικός corrective neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιορθωτικήν — ἐπιδιορθωτικός corrective fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιδιορθωτικῶς — ἐπιδιορθωτικός corrective adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”