- επιδιορθωτικός
- -ή, -ό1. που ανήκει η αναφέρεται στην επιδιόρθωση, που συντελεί σ’ αυτή.2. το ουδ. πληθ. ως ουσ., επιδιορθωτικά η αμοιβή ή η δαπάνη για την επιδιόρθωση, τα μαστορικά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.